επικαταδύνω

επικαταδύνω
ἐπικαταδύνω (Α)
1. καταδύομαι, βυθίζομαι κατόπιν
2. (για αστέρια) δύω κατόπιν («ἐπικαταδύω τῷ ἡλίω», Πρόκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα-δύνωκαταδύω) «βυθίζομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”